Το Ανάκτορο της Κνωσού


 Η πόλη της Κνωσού, πρωτεύουσα του νησιού σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν το κέντρο της μινωικής εξουσίας και στο παλάτι της βασίλευε ο Μίνωας.  Το άφθονο υλικό που ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών επιβεβαίωσε αυτή την εικόνα και επέτρεψε να περιγράψουμε ή να ονειρευτούμε το μινωικό πολιτισμό, την καθημερινή ζωή, τη μεγαλοπρέπεια της αυλής, τη θρησκεία.

Στη διάρκεια των ανασκαφών που έκανε στην Κνωσό πάνω από 30 χρόνια, αρχίζοντας από το 1899, ο σερ Άρθουρ Έβανς έφερε στην επιφάνεια το ανάκτορο το οποίο αποκαταστάθηκε κατά ένα μέρος.  Η αποκατάσταση βασίστηκε σε σωστές αποδείξεις που προέκυψαν από τις ανασκαφές και σήμερα επιτρέπει στον επισκέπτη να αντιληφθεί ένα μέρος από το χρώμα και την κομψότητα αυτού του μεγάλου κρητικού ανακτόρου.  Περαιτέρω αποδείξεις της μινωικής αρχιτεκτονικής έχουν έρθει στην επιφάνεια με τις ανασκαφές στη Φαιστό, που έγιναν με επιμέλεια και φροντίδα της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών, αλλά και στα Μάλλια από τη Γαλλική Σχολή.  Η αρχαιολογία έχει εντοπίσει λοιπόν τα βασικά σχέδια και τις τεχνικές λύσεις που είχαν υιοθετηθεί από τους Κρήτες αρχιτέκτονες.

 Τα περίχωρα του παλατιού συγκεντρώνουν ενδιαφέροντα μνημεία, που επίσης ανασκάφηκαν και αναπλάστηκαν από τον Έβανς:  Η Βασιλική Οδός, που ξεκινά από την περιοχή του θεάτρου.  Το Μικρό Ανάκτορο, μια εντυπωσιακή κατοικία.  Οι Μινωικές επαύλεις.  Το «Καραβανσεράι», που ονομάστηκε έτσι από τον Έβανς, που πίστευε ότι αυτό το κτίριο, που περιλαμβάνει λουτήρες με νερό, χρησίμευε σαν πανδοχείο.  Το λεγόμενο Σπίτι Μεγάλου Ιερέα, όπου ανακαλύφθηκε ένας πέτρινος βωμός που περιβάλλεται από βάθρα προορισμένα να υποστηρίξουν διπλούς πέλεκεις.  Η Βασιλική Έπαυλη με τους κήπους.

Λίγα τμήματα του παλαιού ανακτόρου έχουν σωθεί, αφού το νέο ανάκτορο (1700-1450) χτίστηκε «πάνω» του –πιστεύεται μάλιστα, ότι το νέο ανάκτορο ακολούθησε το σχέδιο του παλαιού.  Η παλαιοανακτορική  πόλη ήταν σίγουρα εκτεταμένη και το νεκροταφείο της βρισκόταν στο λόφο του Προφήτη Ηλία.  Το παλαιό ανάκτορο καταστράφηκε το 1700 π.Χ., αλλά αμέσως άρχισε να χτίζεται το καινούριο, έκτασης 22 στρεμμάτων. 

Το ανάκτορο είχε πέντε εισόδους (βόρεια, νότια, ανατολική, νοτιοδυτική και βορειοδυτική).  Σε όλες τις εισόδους εκτός από τη δυτική δέσποζαν φαρδιά πρόπυλα.  Οι περισσότερες από τις αποθήκες βρίσκονταν στη βόρεια πτέρυγα.  Η Αίθουσα του Θρόνου βρισκόταν στα δυτικά, μαζί με τις αίθουσες τελετών, ενώ τα βασιλικά διαμερίσματα καταλάμβαναν την ανατολική πτέρυγα.  Στη νότια πτέρυγα δέσποζαν τα μεγάλα προπύλαια, που συνέδεαν τον ξενώνα με τις αίθουσες της δυτικής πτέρυγας.

Στο ανάκτορο η περιήγηση ξεκινά από τη δυτική πτέρυγα.  Στο βάθος φαίνεται η δυτική πρόσοψη του ανακτόρου.  Η δυτική αυλή είχε σαφώς ιερό χαρακτήρα, όπως φαίνεται από τους δυο βωμούς.  Διασχίζεται από τρεις πομπικούς διαδρόμους, αποθέτες του παλαιού ανακτόρου που «φιλοξενούσαν» προσφορές προς τις θεότητες.  Κατά μήκος της πρόσοψης άλλος πομπικός δρόμος καταλήγει βόρεια στο θέατρο και νότια στη δυτική είσοδο.  Από εκεί ξεκινά ο διάδρομος της πομπής με την ομώνυμη τοιχογραφία και καταλήγει επιβλητικά στο νότιο πρόπυλο, που έχει δυο κίονες σε κάθε πλευρά του. 

Αριστερά μια πλατιά σκάλα οδηγεί στον μερικά αναστηλωμένο όροφο της δυτικής πτέρυγας.  Ανατολικά από τη σκάλα βρίσκεται ο αρχαϊκός Ναός της Ρέας.  Από τον όροφο είναι ορατές οι αποθήκες.  Η συνολική χωρητικότητά τους υπολογίζεται σε 400 πιθάρια και 80.000 λίτρα.  Σε στεγασμένο χώρο στον όροφο εκτίθενται αντίγραφα τοιχογραφιών απ’όλο το ανάκτορο.  Από εκεί υπάρχει η δυτική σκάλα που κατεβαίνοντας βγαίνουμε στην κεντρική αυλή, φωταγωγό και πέρασμα του ανακτόρου, καθώς και στο χώρο τελετών.  Αριστερά βρίσκεται η Αίθουσα του Θρόνου.  Στη νότια πλευρά της κεντρικής αυλής διακρίνεται το τελευταίο τμήμα του διαδρόμου της πομπής.                        

Διασχίζοντας και πάλι την κεντρική αυλή βρισκόμαστε στην ανατολική πτέρυγα, στο μεγάλο κλιμακοστάσιο απέναντι από το τριμερές/κεντρικό ιερό.  Ανατολικά του κλιμακοστασίου, στο ισόγειο, διάδρομος οδηγεί στα βασιλικά διαμερίσματα, δεξιά.  Η κεντρική αίθουσα με τα πολύθυρα περιβαλλόταν από στοές, που με τη σειρά τους είχαν στην ανατολική πλευρά τους φωταγωγούς.  Τα βασιλικά διαμερίσματα σώζονται  στη «μυκηναϊκή»  τους μορφή.  Άλλος διάδρομος οδηγεί νοτιοδυτικά, στο λεγόμενο «μέγαρο της βασίλισσας», μικρότερο από τα βασιλικά διαμερίσματα αλλά πολυτελέστερο.  Δίπλα, στο νοτιοανατολικότερο άκρο του ανακτόρου, βρίσκεται η «αίθουσα των διπλών πελέκεων», με δεξαμενή καθαρμών και λίθινες πυραμιδοειδείς βάσεις για διπλούς πελέκεις. 

Η βόρεια πλευρά της ανατολικής πτέρυγας περιλαμβάνει τα εργαστήρια του λιθοξόου και του πηλοπλάστη, ενώ πιο πάνω βρίσκεται η «αυλή του πέτρινου στομίου» και η ανατολική είσοδος.  Πιο βόρεια σώζεται τμήμα του παλαιού ανακτόρου, η «αποθήκη με τα μεγάλα πιθάρια» και οι «βορειοανατολικές αποθήκες».  Από το σημείο σύγχρονη σκάλα οδηγεί στη «μεγάλη ανατολική αίθουσα», την επίσημη Αίθουσα του Θρόνου.

Διασχίζοντας τις βορειοανατολικές αποθήκες, φτάνουμε στη βόρεια είσοδο γνωστή και ως «τελωνείο», επειδή εδώ κατέληγε ο δρόμος του λιμανιού.  Η ράμπα της βόρειας εισόδου, πλαισιωμένη με εξώστες, συνέδεε το τελωνείο με την κεντρική αυλή.   Δεξιά, βρίσκονται έξι υπόγεια, γνωστά ως «κελιά».  Βορειοδυτικά φαίνεται η αναστηλωμένη βόρεια δεξαμενή καθαρμών.  Αυτό το σημείο καταλήγει στο θέατρο της δυτικής αυλής  και μπορεί κανείς να βγει από τον αρχαιολογικό χώρο.            

 Για μια πληρέστερη εικόνα της μινωικής Κνωσού, ο βασιλικός δρόμος προς τα δυτικά, που διασχίζει την πόλη, πλησιάζει την «οικία των τοιχογραφιών».  Στη νότια πλευρά του ανακτόρου βρίσκονται άλλες επτά επισκέψιμες οικίες («νότια οικία», «οικία των θυσιασμένων βοδιών», κ.α.).  Σε απόσταση 600 μέτρα από το ανάκτορο βρίσκεται ο άρτια λαξευμένος βασιλικός τάφος-ιερό.  Βόρεια από το ανάκτορο, σε απόσταση 250 μέτρα και μέσα στη βίλα Αριάδνη, βρίσκεται η ρωμαϊκή «βίλα του Διονύσου».  Κοντά, βρίσκεται ένα υπόγειο υστερορωμαϊκό μαυσωλείο.

 

Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, για να χτιστεί το ανάκτορο της Κνωσού είναι η πέτρα, το ξύλο και ο πυλός.  Η πέτρα αξιοποιήθηκε στο χτίσιμο των τοίχων, στα πλακόστρωτα, στις βάσεις των κιόνων, στα σκαλοπάτια. Το ξύλο χρησιμοποιήθηκε για να κατασκευαστούν οι στέγες, τα πλαίσια για πόρτες και παράθυρα, τα θυρόφυλλα και τα παραθυρόφυλλα, οι κίονες και οι ξυλοδεσίες.  Με πηλό έστρωναν τις στέγες, έφτιαχναν τις πλίνθους και το κονίαμα (λάσπη) για το χτίσιμο των τοίχων, και κατασκεύαζαν τους αγωγούς ύδρευσης.  Για να προστατέψουν τα κτίρια από τους σεισμούς, έχτιζαν τους τοίχους με το σύστημα της ξυλοδεσιάς.  Η ξυλοδεσιά, ένα πλέγμα από οριζόντια και κατακόρυφα ξύλινα δοκάρια, ενσωματωνόταν στον τοίχο και τον έκανε ελαστικό και ανθεκτικότερο στις σεισμικές δονήσεις.

 

Οι θρόνοι των ανακτόρων. Για τον Έβανς δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο θρόνος που βρήκαν οι αρχαιολόγοι  ανήκε στο βασιλιά της Κνωσού, τον οποίο χρησιμοποιούσε με την ιδιότητα του αρχιερέα, ενώ στα πεζούλια τριγύρω καθόνταν οι υπόλοιποι ιερείς. Στους τρεις τοίχους της αίθουσας του θρόνου υπάρχουν πεζούλια όπου θα μπορούσαν να καθίσουν ως και δεκαέξι άτομα, ενώ οι τοίχοι διακοσμούνται με τοιχογραφίες που απεικονίζουν γρύπες. Ο δεύτερος θρόνος που υπήρχε στον προθάλαμο προοριζόταν για τον πρίγκιπα αντιβασιλέα, και τα πεζούλια για τους συμβούλους του. Ο Έβανς φαντάστηκε ότι στον προθάλαμο γινόταν μια τελετουργία καθαρμού κατά την οποία ένας αξιωματούχος έπαιρνε νερό από τη λεκάνη και ράντιζε αυτούς που έμπαιναν στην αίθουσα του θρόνου, για να τους εξαγνίσει! Αν και είναι πολύ γοητευτική αυτή η θεωρία, δυστυχώς όμως δε στηρίζεται παρά μόνο στη ζωηρή φαντασία του Έβανς.  Η αίθουσα του θρόνου μάλλον προοριζόταν για θρησκευτικές τελετές, αλλά αν σε αυτές πρωτοστατούσε ο αρχιερέας, ο βασιλιάς ή η βασίλισσα που εκτελούσαν καθήκοντα ιερέων, αυτό δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα.

 

Make a Free Website with Yola.